Saturday, March 13, 2010

Συλλαβίζοντας την Αγορά

«‘Ναός’ τι σημαίνει; » ρωτάει ο Αζίζ τη δασκάλα του που έχει μόλις στηρίξει στον πίνακα μια φωτογραφία της Ακρόπολης. Θα πάνε εκδρομή την Κυριακή και δείχνουν ενθουσιασμένοι.

«Ναός είναι η εκκλησία», του απαντά εκείνη. «Και το τζαμί. Και του Βούδα. Ό,τι είναι ιερό, είναι ναός. Κάθε σπίτι Θεού, ναός είναι». Ο Αζίζ, που έχει μόλις έξι μήνες στην Ελλάδα, της γνέφει πως κατάλαβε και στρέφεται στον διπλανό του να εξηγήσει.

Ό,τι λέγεται μέσα στην τάξη αυτή επαναλαμβάνεται πολλές φορές, χαμηλόφωνα, σε πολλές γλώσσες και ο καθένας πιάνεται από όποιον ήχο μπορεί. Όπως σε κάθε τάξη υπάρχουν καλοί και λιγότερο καλοί μαθητές, μπροστινό θρανίο και γαλαρία. Στη γαλαρία, κάθεται ο Αλί- είναι μικρότερος από τους άλλους. Φοράει γουόκμαν. Αναρωτιέμαι τι κάνει εδώ αφού δεν προσέχει. Η δασκάλα του χρησιμοποιεί πολύ τα χέρια της όταν μιλάει κι εκείνος δεν παίρνει στιγμή από πάνω της τα μάτια του. Καθώς ψάχνουν να μεταφράσουν στα αιγυπτιακά τη λέξη «ποτάμι», ο Αλί λέει δυνατά «νάχαρ» και ο διπλανός του το λέει να το ακούσει η τάξη. «Το έχουμε ξαναπεί το ποτάμι», διαμαρτύρεται. Η Άννα Δαμιανίδη, η δασκάλά τους, συμπληρώνει, πιο υπομονετική από τους καλύτερους μαθητές της, ότι είναι «σαν τον Νείλο, αλλά πιο μικρό. Ο Ιλισσός».

Οι καλύτεροι μαθητές της θα φύγουν γρήγορα. Και οι χειρότεροι γρήγορα θα φύγουν. Το σχολείο της Κυψέλης είναι ένα πέρασμα. Για το Αιγαίο, για την Ιταλία, για πίσω στο Μπαγκλαντές, κανείς δεν ξέρει τι θα τους ξημερώσει. Όμως οι δασκάλες τους έχουν απαιτήσεις. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε να έρχονται;



Στη γωνιακή τάξη, αυτή που φαίνεται από τη Φωκίωνος, η Γεωργία λέει στο μικρότερο μαθητή της ότι του βρήκε θέση σε πολυπολιτισμικό σχολείο. Μπορεί να ξεκινήσει από τη Δευτέρα. Εκείνος σκύβει το κεφάλι, γνέφει ότι δε θα πάει. Είναι 8 άτομα που ζουν στο ίδιο σπίτι και δουλεύει ένας για όλους. Είναι δεν είναι 17. Η Γεωργία επιμένει. «Να μην πάει χαμένος», μου λέει χαμηλά. Εκείνος φεύγει χαμογελώντας από την τάξη και γυρνάει κρατώντας της πορτοκαλάδα.

Στο βάθος της Αγοράς βρίσκω την πιο ήσυχη τάξη απ’ όλες. Δε θα ακολουθήσουν την εκδρομή στην Ακρόπολη και είναι γι’ αυτούς σαν μια οποιαδήποτε Παρασκευή. Η ταμπέλα πάνω από την είσοδο γράφει «Κατεψυγμένα προϊόντα Ροντογιάννης» και η συρόμενη είναι μισή ανοιχτή. Μπαίνω αθόρυβα και κάθομαι στη μόνη θέση που είναι άδεια. Δε με προσέχει κανείς. Όλων τα μάτια είναι καρφωμένα στον πίνακα που η δασκάλα γράφει τις εκδοχές του ι. Μετά διαβάζουν όλοι μαζί: «έχεις», «όχι», «μήλο», «φίλοι». Δίπλα μου κάθεται ο Τζέραλντ. Με κοιτάει που δε διαβάζω και ρωτάει: «Από πού είσαι;». Λέω «Ελλάδα». Τον βλέπω που απορεί. Η δασκάλα του τον επαναφέρει στην τάξη, ζητώντας να διαβάσει φωναχτά τη σειρά των δίφθογγων. Μετά στρέφεται στον Μπίνιαμ και του δείχνει πως λέγεται το «θ». «Ναι, σσσσέλω», λέει εκείνος σιγά και η τάξη ξεσπάει σε γέλια. Δεν τους μαλώνει που γελάνε. Δε θυμώνουν που δεν τα καταφέρνουν. Όλων η προφορά είναι αστεία και το ξέρουν. Συχνά δείχνουν ανυπόμονοι, πετάνε στην άκρη τα μολύβια, μιλάνε διάφορες γλώσσες. Εκείνη περιμένει. Ο Βένιαμ έχει καλύτερη προφορά από τους άλλους. «Μένεις στην Κυψέλη;», τον ρωτάει. «Όχι. Μπάγκλαντες», της απαντάει και όλοι ξαναπιάνουν τα γέλια.

Που και που χτυπάνε κινητά με αραβικά ringtones. Τα σηκώνουν, μιλάνε χαμηλόφωνα, δεν τους μαλώνει- χρόνος ιδιωτικός, πολύτιμος χρόνος. Έξω η κίνηση από τη Δροσοπούλου δυναμώνει, παράξενα πρόσωπα σταματούν που και που και κοιτάνε από το τζάμι. «Σήμερα που ήρθατε», μου λέει η δασκάλα τους, «είναι ένα μάθημα δραματικό. Μου τέλειωσε ο μαρκαδόρος..» . Δράμα, όπως μικρό δράμα. Για τα μεγάλα δε μιλάνε. Ότι η Έλσα χτες, μετά από 3 μήνες μάθημα δεν ήρθε. Κινητά χτυπάνε. Δίπλα μου ο Τζέραλντ πασχίζει να βρει σε ποιο σημείο της σελίδας έχουν φτάσει. Του δείχνω τη σειρά του ταυ. «Γκερνό», μαλώνει τον πιο ζωηρό μαθητή της η δασκάλα, «τι γράφει εδώ;». «Ξανά!», της λέει εκείνος, σίγουρος. Και μετά τραγουδιστά: «Πες το μου ξανά ότι μ’ αγαπάς». Αστειεύεται με Βέρτη. Του γελάω. Εδώ ζούμε. Η δασκάλα γράφει τη φράση στον πίνακα, με όσο μελάνι της έχει μείνει. Δεν υπάρχει ακατάλληλο παράδειγμα σ’ αυτή την τάξη. Όπου βρει να ακουμπήσει η γλώσσα είναι καλά. Κοιτάω τον διπλανό μου που πασχίζει να αντιγράψει στο τετράδιό του τα σύμφωνα. Είμαστε σχεδόν συνομήλικοι. Έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο, λένε, κάπου αλλού. Τον βλέπω να σκοτεινιάζει, όλοι σκοτεινιάζουν, καθώς η δασκάλα ζητά μία λέξη έστω που να περιέχει το «γκ». «Παγκράτι», λέω δυνατά. Γελάνε. Το γνωρίζουν όλοι. «Και.. αγγελίες». Γελάνε τώρα πιο δυνατά. Αυτό κι αν το γνωρίζουν.

Η Νατάσα Παπαδοπούλου, η δασκάλά τους, παίρνει παρουσίες και τους δίνει ραντεβού για την επόμενη Παρασκευή. «Γιατί παίρνετε παρουσίες, αφού συνήθως δεν μένουν για πολύ;» τη ρωτάω. «Πρέπει να αισθάνονται ότι είναι σχολείο», μου λέει σοβαρά. «Ακόμα κι όταν αφήνουν το μάθημα, έρχονται που και που να μας δουν. Μαθαίνουμε νέα τους. Προχτές είχα κατέβει εκτάκτως να τους διαβάσω τις μικρές αγγελίες, γι’ αυτό γέλαγαν». Τη ρωτάω αν έμενε πάντα στην Κυψέλη. Αν ερχόταν στην Αγορά. «Πάντα», μου λέει. «Είκοσι χρόνια πριν ο χώρος αυτός έσφυζε από ζωή. Με τα χρόνια γέρασε και ο δήμος αποφάσισε να τον κλείσει για να φτιάξει γκαράζ και πολυκαταστήματα. Τότε αποφάσισαν οι κάτοικοι να τον καταλάβουν. Έτσι βρισκόμαστε σήμερα εδώ και έτσι έγινε το σχολείο. Η Φωκίωνος Νέγρη είχε τότε, αν το πιστεύεις, πάπιες και νερά που τρέχανε».

Καθώς βγαίνω από την τάξη στο πίσω μέρος της Αγοράς, περασμένες έντεκα, και κατευθύνομαι προς τη Φωκίωνος, σκέφτομαι πως απορροφήθηκα τόσο που ξέχασα να καληνυχτίσω. Η Άννα Δαμιανίδη, δημοσιογράφος στα «Νέα» και από τις πρώτες δασκάλες του σχολείου, έφυγε αθόρυβα πριν τη ρωτήσω γιατί και πως το αποφάσισε, ενώ στο μέηλ μου βρήκα γυρνώντας ανοιχτή πρόσκληση να επιστρέψω.

Απόψε νιώθω σα να συλλάβισα για πρώτη φορά την Αγορά.

No comments: