Sunday, December 6, 2009

Μια εκ βαθέων εξομολόγηση

Ελφρίντε Γελινεκ

«Μου αρέσει να το επαναλαμβάνω: αν και νεκρή και θαμμένη, η ιστορία υψώνει ένα χέρι μέσα από τον τάφο της»


Μια ιστορία επιστροφών. Εγκλεισμού. Χρόνος από γύψο, που μόνο η μητέρα, αν υπήρχε, «θα μπορούσε να σπάσει με τη γροθιά της». Η διήγηση της Ελφρίντε Γέλινεκ στην Κατρίν Λεσέρ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκκρεμές» τυλιγμένη την κόκκινη κορδέλα της λογοτεχνικής διάκρισης,



θυμίζει τη διαρκή αγωνία της Έρικα, ηρωίδας του πρώτου της αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, τις στιγμές που κάθεται «με τα υπολείμματα του γύψινου ορθοπεδικού περιλαίμιου του χρόνου γύρω από το λαιμό της και αναγκάζεται να ομολογήσει, προς μεγάλη τέρψη των άλλων: Τώρα πρέπει να γυρίσω στο σπίτι».

Θυμίζει επίσης την ιστορία της Αυστρίας, που όπως η Έρικα, δεν αντιμετώπισε εγκαίρως, κι είναι σαν να μην αντιμετώπισε ποτέ, το παρελθόν της. «Έπαιξε ρόλο το ότι είσαστε προγραμμένη στη χώρα σας στο να σας απονείμουν το βραβείο Nobel;», τη ρωτάει η Κατρίν Λεσέρ. «Με διαβεβαίωσαν πως όχι», απαντά εκείνη. Και έτσι αρχίζει να διηγείται, πέφτοντας σε έναν ποταμό λέξεων, καταφέρνοντας να πείσει τον αναγνώστη της ότι πίσω από τη γλώσσα που μοιάζει να κυριεύει, η Ελφρίντε Γέλινεκ βρίσκεται συχνά απολύτως αβοήθητη.

Παιδί δεν υπήρξε ποτέ. Η γέννησή της ήταν καταστροφική για την οικογένειά της. Η μητέρα της δεν ήθελε παιδιά και φαίνεται πως πήρε την εκδίκησή της, στερώντας από την μικρή Ελφρίντε το δικαίωμα να ζήσει παιδική ηλικία. «Από τα επτά μου χρόνια», διηγείται, «η μέρα μου άρχιζε στις έξι το πρωί και τέλειωνε στις δέκα το βράδυ». Μελετούσε ασταμάτητα, για το σχολείο, για το μπαλέτο, για το κάθε ένα από τα πέντε όργανα που η μητέρα της θεώρησε απαραίτητο να μάθει. Όταν δεν άντεχε άλλο, έτσι κλεισμένη στο δωμάτιό της, άρχιζε να χτυπάει το κεφάλι της από τοίχο σε τοίχο. Κι όταν αυτό έπαψε να της αρκεί, άρχισε να γράφει και να διαβάζει- ασταμάτητα. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα της. Στην εμμονή με τα βιβλία. Ήταν κι οι δύο μόνοι, αβοήθητοι και παραιτημένοι μέσα στο ίδιο σπίτι, μέχρι που εκείνος τρελάθηκε. Η Ελφρίντε θυμάται την πρώτη και τελευταία φορά που έκανε την επανάστασή του για να την πάει με το ζόρι στο σινεμά να δουν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σωροί ανθρώπινων σωμάτων, «γυναίκες με τα πόδια ανοιχτά», το Άσεμνο που η Ελφρίντε δεν ξέχασε ποτέ, που δεν έπαψε έκτοτε, κι ας μην είχε το δικαίωμα, να το κοιτάζει.




Φοιτήτρια είχε την πρώτη της ευκαιρία να δραπετεύσει. Καλοκαίρι του ’68, όλος ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους να γιορτάσει κι εκείνη ίσα που δρασκέλισε την πόρτα πριν λιποθυμήσει από φόβο. Γύρισε ταπεινωμένη, ξέροντας πως απέναντι στη μάνα αράχνη θα ήταν ανέφικτη κάθε επανάσταση. Και καθώς φοβόταν να ζήσει, άρχισε να διαβάζει με πάθος γλυκερά αισθηματικά μυθιστορήματα, να βλέπει τηλεοπτικές σειρές, να φαντάζεται ότι παίρνει τους δρόμους παρέα με τον Kerouac. Το ’69 βραβεύονται τα πρώτα της έργα, όλα ερωτικά, πολύ ερωτικά ποιήματα, αλλά κρυπτογραφημένα. Μαθαίνει ήδη να λέει και να κρύβει, να είναι επιθετική και να ειρωνεύεται, να αφήνεται στη γλώσσα και να χειρίζεται επιδέξια τη σημασία. «Πάντοτε ρίζωνα με πολύ ιδιαίτερο τρόπο στην πραγματικότητα. Έχω διαβάσει πάμπολλα αστυνομικά μυθιστορήματα και πάντα παθιαζόμουν έντονα με τις εγκληματικές ιστορίες, ιδίως της αληθινές. Θα έλεγα ότι πρόκειται για τη δόση ή την ένεση πραγματικότητας που ενσταλάζω στα κείμενά μου για να μπορούν να σταθούν όρθια και να μη ραγίσουν».


Σύντομα η ποίηση την περιορίζει, γράφει πρόζα κι όταν οι φωνές μέσα της πληθαίνουν, θέατρο. Αρχίζει να βρίσκει συγγένειες μέσα από τη γραφή. Έχουν όλοι τους ένα κοινό, οι συγγενείς της Ελφρίντε. Είναι άστεγοι μέσα στη γλώσσα. Κι επιπλέον οι γυναίκες συγγραφείς, στερημένες από γλώσσα. «Σπανίζουν οι γυναίκες που κατορθώνουν να χαράξουν το όνομά τους στον ψυχρό κόσμο των ανδρικών αριστουργημάτων», διαμαρτύρεται. «Κοιτάξτε την Ingeborg Bachmann που κάηκε μέσα στη νάιλον νυχτικιά της! Κοιτάξτε την Sylvia Plath με το κεφάλι χωμένο στο φούρνο φωταερίου! Κοιτάξτε το τέλος αυτών των γυναικών. Γι’ αυτές έχω γράψει μια σειρά από ‘δράματα πριγκιπισσών’». Η Γέλινεκ μιλάει με πολύ τρυφερότητα για τις επιλεκτικές αυτές συγγένειες, τις «προλετάριες» όπως λέει «της γλώσσας».


Για τους αληθινούς προλετάριους που πλησίασε το ’70, ως μέλος της αυστριακής Αριστεράς, δε μιλά με το ίδιο πάθος. «Ποτέ δεν πίστεψα», ομολογεί, «στην ικανότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την ιστορία. Κάθε τι που παρατηρούσα μου έδειχνε το αντίθετο. Ωστόσο, ήθελα να αναλάβω αυτή την πολιτική εργασία στη βάση, ήθελα να υποταχτώ σ’ αυτή την άσκηση ταπείνωσης». Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα πλούτισε κι άρχισε να γίνεται ένα μικρό «κόμμα εργοδοτών», η Ελφρίντε το εγκατέλειψε, μην πιστεύοντας πια ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει κάτι, αλλά ξέροντας καλά ότι η ίδια μόνο γράφοντας μπορούσε να ζει. Μέσα του ’80 η Αυστρία βρίσκει μπροστά της τα φαντάσματα του παρελθόντος. Η αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων σαράντα χρόνια μετά, χαιρετίζεται από όλους ως σπουδαία πράξη. «Αν είναι να το κάνεις τόσο αργά, καλύτερα να μην κάνεις τίποτε» λέει αυστηρά η Γέλινεκ.
Είναι η εποχή του πολιτικώς ορθού. Όσοι μιλάνε για το παρελθόν θεωρούνται προδότες. Για την Αυστρία η Γέλινεκ είναι από αυτούς που «λερώνουν τη φωλιά τους». Μαθημένη να ζει παράμερα, συνεχίζει να γράφει τα «Παιδιά των Νεκρών». Υποδέχεται έτσι με το μεγαλύτερο έργο της την πρώτη ακροδεξιά κυβέρνηση στην Ευρώπη. «Σχεδιάζω εκ νέου την γενέτειρα χώρα μου σαν κάτι ξένο και ανησυχητικό. Στο βιβλίο μου, κάτω από τα βουνά όλης της Αυστρίας κείτονται οι νεκροί της ιστορίας από τους οποίους έχουν αφαιρέσει τα πάντα». Η αμνησία είναι αυτό που κάνει την Γέλινεκ να θέλει να φωνάξει. Το άσεμνο, που πρώτος ο πατέρας της της έμαθε ότι, από το ναζισμό και μετά, δεν επιτρεπόταν πια να μην το κοιτάς κατάματα.


Από την άλλη, εκτός από στρατευμένη συγγραφέας, η Γέλινεκ είναι μια συγγραφέας που παλεύει με τη γλώσσα, που στοχάζεται. Που πηδά «χωρίς δισταγμό», όπως λέει με παράπονο, «στο ποτάμι των λέξεων». Ο άντρας της εμφανίζεται μια μοναδική φορά μέσα στην εξομολόγησή της για να θαυμάσει: «Δεν πετάς ποτέ τίποτε!». Κι εκείνη παραδέχεται πως έτσι είναι: «Ίσως δεν πηγαίνω τόσο μακριά όσο η Ομάδα της Βιέννης, η οποία δε δίστασε να κάνει την καθαριότητα αποβάλλοντας όλες αυτές τις μικρο-γερμανικές αναθυμιάσεις, αυτή την καθολικο-αυστριακή μπόχα. Εγώ στοιβάζω. Ίσως και για να προστατευθώ από τον ίδιο τον εαυτό μου. Συγκεντρώνω έναν τεράστιο όγκο από λέξεις που έχουν κατολισθήσει. Για να μη μου κάνει κανείς τίποτε. Διότι διαισθάνομαι ότι θα τους άρεσε πολύ να μου κάνουν κάτι».





Η Γέλινεκ είναι η γυναίκα που παλεύει διαρκώς ενάντια στη φύση της για να μπορέσει να μιλήσει. Χρησιμοποιεί συχνά, καθώς αναφέρεται στον εαυτό της, το τρίτο πρόσωπο, σα να είναι το υλικό, όχι το χέρι που ορίζει την ιστορία της. Η γραφή, όπως λέει, είναι το σκυλί που σε τραβά, αλλά μπορεί να γυρίσει ξαφνικά και να σε δαγκώσει. Η Γέλινεκ δε τον διάλεξε τον κίνδυνο αυτόν, γεννήθηκε μαζί του. Αλλάζοντας τη ζωή με τη γραφή, κατάφερε, όπως η μητέρα της το είχε ελπίσει, να ξεχωρίσει. Τη στιγμή που βραβεύεται, νιώθει ντροπή, που ακόμα δεν έχει μια φωνή ολόκληρη δική της. Νιώθει, επίσης, ανησυχία ξέροντας ότι μετά το Nobel δεν θα την καταλάβουν περισσότερο, ίσως όμως αρχίσουν να την θαυμάζουν. Όπως τους ερμηνευτές που πλούτισαν με το ναζισμό και κανείς δεν μπόρεσε να τους αγγίξει, η Γέλινεκ θα απεχθανόταν να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, μία ακόμα «ιερή αγελάδα» της Αυστρίας.


«Θα ήθελα», λέει σιγά στην Λεσέρ που της απευθύνει την ερώτηση, «να μπορώ να μείνω ήσυχη ζώντας παράμερα και, αν είναι δυνατόν, να μην έρχονται πλέον να με αναζητούν εκεί που θα είμαι».